- ἀκροβαφής
- ἀκροβαφήςtinged at pointmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακροβαφής — ές (Α ἀκροβαφής) ο λίγο, μόλις βαμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + βαφής < βάπτω] … Dictionary of Greek
ἀκροβαφῆ — ἀκροβαφής tinged at point neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκροβαφής tinged at point masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀκροβαφής tinged at point masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροβαφεῖς — ἀκροβαφής tinged at point masc/fem acc pl ἀκροβαφής tinged at point masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… … Dictionary of Greek